Οι θαυμαστοί MOSI-OA-TUNYA: Οι καταρράκτες του Ζαμβέζη

Οι σελίδες του οδηγού που συμβουλεύομαι μηχανικά είναι πυκνογραμμένες και από την πολλαπλή ανάγνωση οικείες. Στη μεγάλη οθόνη του αεροπλάνου η μητρική στοργή ενός θηλυκού ελέφαντα περιβάλει με ποσότητες νερού το μικρό της απολαμβάνοντας και οι δύο ένα καλό μπάνιο σε μια νερολακκούβα. Το εξωτερικό τοπίο καλύπτουν πυκνά σύννεφα ώρες τώρα και μόνο η κορυφή του Κιλιμάντζαρο που προσπεράσαμε τάραξε την ακινησία των επιβατών που μετρούν βαριεστημένα όπως και εγώ τα λεπτά να λιγοστεύουν για την προσγείωση. Αναμφισβήτητα πολλοί είναι οι τόποι που ελκύουν την προσοχή του ταξιδιώτη όταν επισκέπτεται τη μαύρη ήπειρο και πολλά ανήσυχα πνεύματα εξερευνητών συνέδεσαν το όνομά τους μ’ αυτούς και την αποκάλυψή τους. Σπήκ, Μπάρτον, Στάνλεϋ, Καγιέ και άλλοι περπάτησαν την άγνωστη ενδοχώρα βυθισμένοι στην τροπική βλάστηση ή τις ερήμους. Αφάνταστες ταλαιπωρίες, αρρώστιες και εχθρικοί ιθαγενείς αποτυπώνονται σε ημερολόγια και αφηγήσεις, απ’ όλους όμως το όνομα του σκοτσέζου Λίβινγκστον, ιεραπόστολου στην αρχή, εξερευνητή με πλήθος ερευνών κατόπιν, έχει συνδεθεί με την ανακάλυψη των εντυπωσιακών καταρρακτών που ο ποταμός Ζαμβέζης δημιουργεί στο ρου του. Οι Καταρράκτες Βικτόρια είναι παγκόσμια γνωστοί και πόλος έλξης χιλιάδων επισκεπτών σε όλη τη διάρκεια του χρόνου. Ένας από τους οδηγούς μου γράφει πως εκατοντάδες χιλιόμετρα φωτογραφικού φιλμ έχουν αποτυπώσει την αρχέγονη δύναμη και ομορφιά τους και αν κρίνω από τις δικές μου προθέσεις αναμφίβολα θα προστεθούν αρκετά μέτρα ακόμα.

Ζαμβέζης σημαίνει μεγάλο ρέμα και οι ιθαγενείς που τον ονόμασαν είχαν απόλυτο δίκιο μιας και τα 3.500 χιλιόμετρα που καλύπτει το υδάτινο σώμα από τις πηγές του, μια περιοχή στη βόρεια Ζάμπια κοντά στα σύνορα με την Αγκόλα και το Κονγκό έως τις εκβολές του στη Μοζαμβίκη, στον Ινδικό, του χαρίζουν την τέταρτη θέση μετά το Νείλο, τον Κονγκό και το Νίγηρα. Στα μέσα του περασμένου αιώνα ήταν άγνωστος στους Ευρωπαίους όπως όλο το κέντρο της ηπείρου. Όταν ο Λίβινγκστον, που εναγωνίως έψαχνε τη δίοδο μέσω της οποίας θα έμπαινε στη σκοτεινή καρδιά της Αφρικής, άκουσε από τη φυλή της περιοχής, τους Μακολόλο, για το Ζαμβέζη, ζήτησε να τον δει. Στα τέλη Ιουνίου του 1851 προσέγγισε το μεγάλο ποταμό που έως και 700 μέτρα πλατύς αναπτέρωσε τις ελπίδες της ευγενικής καρδιά του που ήλπιζε να δει την Αφρική να αναπτύσσει το εμπόριο και τον πολιτισμό. Ο Ζαμβέζης μπορούσε να αποτελέσει τη λύση αν ήταν πλωτός σε όλο το μήκος του, αυτό όμως δεν το γνώριζε κανείς, ούτε άλλωστε και τη διαδρομή του. Αποφασισμένος να ερευνήσει το ρου του μεγάλου ρέματος ξεκίνησε την προσπάθεια σε εχθρικό κλίμα. «Ήθελα, έγραφε, ν’ ανοίξω το εσωτερικό της Αφρικής στο Χριστιανισμό, στους εμπόρους, στην ελευθερία και στον πολιτισμό. Οι Μπόερς ήθελαν, αντίθετα, να εμποδίσουν το πέρασμα στους δασκάλους, στους εμπόρους μέσα σ’ αυτή τη χώρα που πίστευαν ότι θα την εκμεταλλευθούν μόνο με τη δουλεία... Αλλά αν οι Μπόερς ήθελαν να κλείσουν την Αφρική για τους Ευρωπαίους, εγώ ήμουν αποφασισμένος να την ανοίξω». Έτσι ξεκίνησε το Φθινόπωρο του 1853 να ανέβει τον ποταμό με σκοπό να ιδρύσει μια ιεραποστολή, στην πραγματικότητα να εξακριβώσει αν είναι πλωτός. Το ταξίδι του παρουσίασε φοβερές δυσκολίες, η μικρή φάλαγγα βυθιζόταν στα τροπικά δάση όμως προχωρούσε προς το άγνωστο κέντρο. Όταν έφτασε σε ένα πορτογαλικό οχυρό στη ορεινή ζώνη του υδροκρίτη του Ζαμβέζη και του Κονγκό και από εκεί δυτικά στη Λουάντα στον Ατλαντικό άφησε κατάπληκτους Πορτογάλους και Άγγλους. Για πρώτη φορά ένας άνθρωπος ξεκινώντας από την καρδιά της Αφρικής έφτασε στο δυτικό ωκεανό.

Παρόλο το κατόρθωμά του ο Λίβινγκστον δεν ήταν ευχαριστημένος. Ο Ζαμβέζης στο δυτικό τουλάχιστον τμήμα του δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως εμπορική οδός. Έμενε όμως άγνωστο το ανατολικό τμήμα του. Ξεκίνησε πάλι το Νοέμβριο του 1855 με μεγαλύτερη συνοδεία και περισσότερες ελπίδες. Ήταν 16 του ίδιου μήνα όταν στα μάτια του φάνηκε το εντυπωσιακό θέαμα των μεγάλων λαμπρών καταρρακτών, εκδήλωση αρχέγονης δύναμης και θαυμαστής ομορφιάς. Κατά το συνήθειο της εποχής του τους απέδωσε το όνομα της βασίλισσάς του: Καταρράκτες Βικτόρια. Το ταξίδι του συνεχίστηκε και το Μάρτιο του 1856 η αποστολή έφτασε στον Ινδικό Ωκεανό. Μια μεγάλη επιχείρηση είχε τελειώσει, ένας άνθρωπος για πρώτη φορά είχε διασχίσει όλη την Αφρική από τη δύση προς την ανατολή. Το κατόρθωμα αν και μεγάλο δεν μπόρεσε να καλύψει την απογοήτευσή του, οι καταρράκτες ήταν ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο για τη ναυσιπλοία. Τότε περισσότερο από άλλη φορά ένοιωθε να γιγαντώνεται μέσα του η επιθυμία να γνωρίσει και να εξερευνήσει. Το πολύπλοκο σύστημα βουνών και λιμνών της ηπείρου που εκτεινόταν σα θάλασσα σε ένα ορεινό και δασώδες έδαφος είχε πολλά να αποκαλύψει ακόμα. Η μοίρα του τον οδήγησε σε νέα ταξίδια με αφάνταστες δυσκολίες. Προχωρούσε εμπρός παρόλο τον πυρετό που τον έκαιγε, παρά τις επιθέσεις των εχθρικών ιθαγενών και τις παγίδες που σε κάθε βήμα οι δουλέμποροι έβαζαν μπρος του. Βορειότερα στην καρδιά της Αφρικής έγινε και η ιστορική συνάντησή του με τον Στάνλεϋ που είχε ξεκινήσει να τον αναζητήσει όταν χάθηκαν τα ίχνη του. Εξερεύνησαν μαζί μερικές περιοχές και ύστερα χώρισαν. Η υγεία του όλο και χειροτέρευε, ώσπου την πρωτομαγιά του 1873 άφησε την τελευταία του πνοή σε μια καλύβα τριγυρισμένος από μερικούς πιστούς νέγρους. Εκείνοι παρέδωσαν το πτώμα στους λευκούς που το βαλσάμωσαν και μαζί με τις πολύτιμες σημειώσεις του το έστειλαν στο Λονδίνο. O Λίβινγκστον ταξίδεψε άφοβα και, προς τιμήν του, χωρίς βία. Σε πολλές προηγούμενες αποστολές, ακόμα και σε μεταγενέστερες, το όπλο θα είχε μεγάλη σπουδαιότητα στο άνοιγμα του δρόμου, αντίθετα εκείνος δεν έριξε μια σφαίρα ποτέ σε κανέναν.

Η ευκολία με την οποία οι σημερινοί επισκέπτες προσεγγίζουν τις ίδιες περιοχές που με τόσο κόπο έγιναν γνωστές είναι εντυπωσιακή. Αν και οι περισσότεροι διαλέγουν για προορισμό τους το διεθνές αεροδρόμιο σε μικρή απόσταση από τους καταρράκτες, δική μου επιλογή ήταν η πρωτεύουσα της Ζιμπάμπουε (πρώην Ροδεσία), Χαράρε, περίπου 800 χιλιόμετρα μακριά. Η προσγείωση έγινε χωρίς προβλήματα και οι διατυπώσεις για την visa στον έλεγχο διαβατηρίων ήταν συνοπτικές έπειτα από την πολύ πρόσφατη προσθήκη της Ελλάδας στο κατάλογο των χωρών που οι πολίτες τους εκδίδουν visa κατά την άφιξή τους. Η Ζιμπάμπουε διαθέτει την ωραιότερη φύση από της χώρες της περιοχής και η δυνατότητα διάσχισής της οδικώς με προορισμό βορειοδυτικά στους καταρράκτες ήταν τόσο ελκυστική που χωρίς δεύτερη σκέψη αποφασίστηκε κατά το σχεδιασμό του ταξιδιού. Στη διαδρομή οι αντοχές αυτοκινήτου και επιβατών δοκιμάσθηκαν στο έπακρο από εκατοντάδες χιλιόμετρα χωματόδρομου και τις δυσκολίες προσέγγισης του ωραιότατου εθνικού πάρκου Chizarira και της λίμνης Καρίμπα μέσω KweKwe – Gokwe μιας και η πορεία που επελέγη ήταν η δυσκολότερη και διόλου τουριστική. Παρόλα αυτά η μέρα που οι ενδείξεις στις πινακίδες του δρόμου δήλωναν πως η πόλη Victoria Falls, η παλαιότερη πόλη στη χώρα, ήταν κοντά, έφτασε με ένα αίσθημα ανυπομονησίας και ίσως και αγωνίας να με κυριεύει. Αγωνία που όλοι οι ταξιδιώτες πιστεύω πως νοιώθουν όταν πλησιάζουν σε τόπους τόσο φημισμένους. Θα είναι άραγε οι καταρράκτες όπως τους φαντάζομαι μεγαλειώδεις και δραματικοί στην όψη;

Και ήταν! Τίποτα από όσα είχα δει ή διαβάσει δε μπόρεσε να με προετοιμάσει για τη δύναμή τους. Στο νου μου γύρισαν ανάμεικτα εικόνες και αναγνώσματα. Η ανθρώπινη παρουσία στη γύρω περιοχή χρονολογείται εδώ και χιλιάδες χρόνια. Πρώτοι κατοίκησαν οι Tokaleya που τους έδωσαν το όνομα Shongwe, ακολούθησε η φυλή Ndebele που άλλαξαν το όνομα σε Amanza Thunguayo που περίπου σημαίνει ή εξέγερση των ατμών από νερό, μετά την παρακμή και αυτής της φυλής οι Makalolo κατέλαβαν την περιοχή και έδωσαν την τελική ονομασία πριν το Λίβινγκστον, Mosi-oa-Tunya. Μετά την ανεξαρτησία της Ζιμπάμπουε το 1980 οι ηγέτες της χώρας δεν άλλαξαν την ονομασία με αυτή των Makalolo. Ίσως η παγιωμένη παγκόσμια φήμη του ονόματος και το άφθονο ζεστό συνάλλαγμα πρυτανεύσανε στη σκέψη των ιθυνόντων. Mosi-oa-Tunya σημαίνει ο καπνός των καταιγίδων. Και δεν είχαν άδικο οι παλιοί κάτοικοι. Αξεπέραστοι σε όγκο και επιβλητικότητα καθώς σε πλάτος 1700 μέτρων ενός εντυπωσιακού γκρεμού, 550.000 κυβικά μέτρα νερού πέφτουν κάθε λεπτό από ύψος 90 ως 107 μέτρων στο βάραθρο. Την περίοδο των μ
εγάλων βροχοπτώσεων του Μαρτίου, Απριλίου και Μαίου, ο όγκος των υδάτων πλησιάζει τα 5.000.000 κυβικά μέτρα το λεπτό. Ο ήχος των νερών που πέφτουν από ψηλά ακούγεται σε μεγάλη απόσταση και πολλοί λένε που σε εποχές μεγάλων βροχοπτώσεων έχουν σπάσει ακόμη και τζάμια στη γύρω περιοχή από τον εκκωφαντικό και υπόγειο θόρυβο. Η μεταμόρφωση του Ζαμβέζη είναι θεαματική μιας και για πολλά χιλιόμετρα πριν τους καταρράκτες ακολουθεί τη μορφολογία του εδάφους μέσα από τροπικά δάση, κοιλάδες, υψίπεδα και σαβάνες κυλώντας ήρεμα και σε μεγάλο πλάτος. Σε όλο το μήκος του η βλάστηση του τροπικού δάσους οργιάζει και ελέφαντες, γκαζέλλες, μπαμπουίνοι, και πολλά άλλα ζώα έρχονται για βοσκή και νερό. Η φύση δεν έχει αλλάξει και πολύ από την εποχή που ο Λίβινγκστον με κανό κατέβαινε τον ποταμό και από τον εκκωφαντικό θόρυβο και τις υποδείξεις των συντρόφων του σταμάτησε πριν τα νερά αλλάξουν τη γαλήνια ροή τους και με ορμή πλησιάσουν στην πτώση τους. Από τις σημειώσεις του φαίνεται πως ρίγησε στη θέα τους και έγραψε: «Ακόμα και οι άγγελοι θα έκαναν μια στάση στο ουράνιο ταξίδι τους για να θαυμάσουν τους καταρράκτες». Τα νερά χύνονται με χίλιους τρόπους. Αλλού βίαια, αλλού ήρεμα, σχηματίζοντας υδάτινες γραμμές. Από τη δύναμη της πτώσης στα βράχια του φαραγγιού σηκώνεται συνεχώς ένα σύννεφο νερόσκονης που είναι ορατό από πολύ μεγάλη απόσταση στη γύρω περιοχή. Πρόκειται για ένα θαύμα της φύσης καθώς οι αχτίδες του ήλιου και οι υδρατμοί δημιουργούν ένα, δύο, τρία και περισσότερα ουράνια τόξα στα χρώματα της ίριδας να συμπλέκονται μεταξύ τους, παιχνίδια νερού, φωτός, ατμών, βράχων, τροπικής βλάστησης, άγριων ζώων. Όλες οι αισθήσεις του παρατηρητή συμμετέχουν και σε παρακινούν να μένεις ακίνητος να θαυμάζεις για ώρες τις στιγμές της μαγείας, τη δραματική δύναμη της φύσης, το χείμαρρο των χρωμάτων. Τα χείλη του καταρράκτη είναι χωρισμένα σε τέσσερα μικρά νησιά. Οι ιθαγενείς ονόμαζαν το πρώτο από αυτά Batok Island ενώ στους χάρτες σημειώνεται ως το νησί του καταρράκτη. Από αυτό το σημείο ως την διπλανή όχθη τα νερά έχουν το μεγαλύτερο βάθος. Όταν είναι φουσκωμένα, είναι ολότελα αδύνατη η προσέγγιση καθώς ο κίνδυνος από το ρεύμα είναι κάτι περισσότερο από υπαρκτός. Αυτό το νησί οι ιθαγενείς το θεωρούσαν ιερό. Ο Λίβινγκστον έγραφε: «Ο πρωινός ήλιος χρυσίζει τις κολώνες του υδάτινου ατμού με τα ρόδινα λαμπερά χρώματα διπλών και τριπλών ουράνιων τόξων, ενώ οι ηλιαχτίδες γύρω από αυτή την ακαταμάχητη γη, ποτέ δεν εισχωρούν στη βαθιά σκοτεινιά του γύρω δάσους. Μπρος στον άγνωστο Mosi-oa-Tunya συμμεριζόμαστε αυτούς οι οποίοι όταν ο κόσμος ήταν νέος απέδωσαν τη γη, τον αέρα και τον ποταμό σε όντα μη θνητά. Οι αρχαίοι φύλαρχοι Batok χρησιμοποιούσαν τα νησιά στη μέση του ποταμού ως ιερά λατρείας των θεοτήτων. Δεν είναι άξιο απορίας ότι κάτω από τις συννεφιασμένες κολώνες, και κοντά στα λαμπρά ουράνια τόξα και το ασταμάτητο βουητό του καταρράκτη με την αέναη ροή, που μοιάζει να ξεχύνεται από το χέρι του Παντοδύναμου, οι ψυχές τους γέμιζαν ευλαβικό δέος». Το ίδιο δέος θα πρέπει να νοιώθουν και οι ελάχιστοι τυχεροί που κατορθώνουν να βρεθούν εδώ τον Ιούλιο, το βράδυ που γύρω στα μεσάνυχτα το φεγγάρι είναι ολόγιομο και δημιουργεί το δικό του νυχτερινό ουράνιο τόξο. Το θέαμα περιγράφεται μαγευτικό και απόκοσμο καθώς το σκοτάδι επιτείνει την διέγερση των αισθήσεων.

Στην απέναντι των καταρρακτών πλευρά του φαραγγιού απλώνεται το πάρκο με ονομάζεται Δάσος της Βροχής. Ένα δίκτυο από μικρά περιποιημένα μονοπάτια οδηγεί από την είσοδο του πάρκου που περικλείει τους καταρράκτες, και αφού καταβληθούν τα δέκα αμερικανικά δολάρια για είσοδο, στο εσωτερικό όπου η θέα είναι εντυπωσιακή. Το μέρος που η βροχή γεννιέται, όπως το αποκαλούν διαφορετικά οι ντόπιοι, είναι ένα φαινόμενο ομορφιάς με μεγάλο ενδιαφέρον ειδικά για τους βοτανολόγους μιας και η νερόσκονη και η συνεχής υγρασία όλο το χρόνο βοηθά την τροπική βλάστηση να εμφανίζεται σε εκπληκτική αφθονία και αφύσικη μερικές φορές ανάπτυξη. Κάθε είδους φυτά αναπτύσσονται αυτοφυώς και εκρηκτικά γρήγορα. Την προσοχή ελκύουν αρκετά τροπικά είδη όπως έβενοι και μεγάλες φτέρες, τροπικές συκιές και ποικίλα άνθη. Άλλα με λεπτά και διάφανα φύλα σαν φτερά και άλλα με μεγάλα φυλλώματα και δαιδαλώδη κλαδιά μπλέκουν ανάμεσα σε άλικα κρίνα, κίτρινες διάστιχτες γλαδιόλες, δένδρα ερυθρόξυλου, φοίνικες και πολλά άλλα ενώ πλήθος πεταλούδες κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Αν αποφασίσετε να περπατήσετε κατά μήκος της όχθης να είστε προσεχτικοί μη σας ξαφνιάσουν ζώα κάθε είδους από μικρά παράσιτα ή μεγάλους πύθωνες ως ελέφαντες, αντιλόπες, φακόχοιροι, κροκόδειλοι, ιπποπόταμοι, βουβάλια, λέοντες, μπαμπουίνοι, πίθηκοι, ταινιωτές μανγκούστες, συνολικά τετρακόσια περίπου ήδη ζώων και πουλιών. Το πλήθος της άγριας ζωής δε μας παραξενεύει, άλλωστε σε απόσταση πολύ λίγων χιλιομέτρων βρίσκουμε το εθνικό πάρκο Wankie που φημίζεται για τους χιλιάδες ελέφαντές του χωρίς να υπολείπεται η παρουσία και άλλων ζώων. Το σκηνικό συμπληρώνει μια σειρά από μεγαλειώδη Μπαομπάπ, οι περισσότεροι γνωρίζουμε αυτά τα παράξενα δέντρα από τον πασίγνωστο «Μικρό Πρίγκιπα» και τα προβλήματα που του δημιουργούσαν. Ο θρύλος γι’ αυτά λέει πως ένας πολύ μακρινός προγονός τους προσέβαλε μια θεότητα η οποία για τον τιμωρήσει τον ξερίζωσε και τον έστησε ξανά στο έδαφος γυρισμένο ανάποδα με τις ρίζες στον ουρανό. Από τότε υφίστανται την τιμωρία της αυθαδείας τους όμως αυτό δεν τα κάνει λιγότερο επιβλητικά. Κοντά στις όχθες και στους καταρράκτες ένας γιγάντιος ιστορικός αντιπρόσωπος του είδους με 25 μέτρα ύψος και 20 μέτρα περίμετρο είδε γύρω του να κατασκηνώνουν οι πρώτοι λευκοί που πέρασαν από εδώ. Λίγο μακρύτερα το άγαλμα του Λίβινγκστον αποδίδει την πρέπουσα τιμή στον λευκό που έφτασε πρώτος ως εδώ.

Παρατηρώντας από το δάσος της βροχής τη χειμαρρώδη πτώση των νερών το δυτικό άκρο εμφανίζει την μεγαλύτερη ορμή. Ονομάζεται ο καταρράκτης του διαβόλου, εκτυφλωτικά λευκός σαν ελληνικό μάρμαρο στον μεσημεριανό ήλιο, έρχεται σε χαρακτηριστική αντίθεση με την όχθη όπου το πράσινο σε όλες τις διαβαθμίσεις του καταλαμβάνει κάθε ελεύθερο χώρο εδάφους. Το βλέμμα παραμένει μαγνητισμένο και οι ανταύγειες των ηλιακών αχτίδων λαμπιρίζουν σαν χιλιάδες διαμάντια που κυλούν με δύναμη και χάνονται στην άβυσσο. Ίσως αν παραμείνει κανείς για ώρα εκεί παρακολουθώντας με το βλέμμα την μεγαλειώδη πτώση των νερών στο κενό να παρασυρθεί και ίδιος σε μια πτώση λυτρωτική από τα επίγεια δεσμά για να πλησιάσει τους αγγέλους που σίγουρα σταματούν να θαυμάσουν. Η πλέον θρυλική θέση στο Δάσος της Βροχής είναι στην άκρη του, όπου και το επονομαζόμενο danger point. Αυτό το απόκρημνο βραχώδες σημείο είναι διαποτισμένο από τα νερά και ιδιαίτερα γλιστερό. Μια έξαρση βράχων που πέφτουν απότομα για εκατό μέτρα, πρόκληση στην αποφασιστικότητα όσων φτάνουν στην άκρη για να θαυμάσουν την πανοραμική θέα που προσφέρει σε όλο το μήκος των καταρρακτών και στα φαράγγια του Ζαμβέζη που ανοίγονται στο διάβα του ποταμού, καθώς τα νερά του με άγρια ορμή ακολουθούν διαφορετικούς δρόμους, κτυπούν στους βράχους και φουσκώνουν άσπρα και πράσινα μαζί. Η Ζάμπια, στα σύνορα της οποίας με την Ζιμπάμπουε βρίσκονται οι καταρράκτες, μοιράζεται αυτό το θαύμα μαζί της, αν και το καλύτερο τμήμα και τα ιδανικά σημεία για θέαση βρίσκονται στην Ζιμπάμπουε και στο τμήμα του ποταμού που της ανήκει. Καθώς στέκομαι με προσοχή στο danger point σκέφτομαι πως αν αυτό το μέρος υπήρχε στη χώρα μας σίγουρα τα νερά του θα ήταν αυτά τις ιερής Στυγός που ορκίζονταν οι θεοί και εδώ οι φαντασία των προγόνων μας θα τοποθετούσε την πύλη για τον κόσμο του Άδη.

Μετά τους καταρράκτες τα νερά ακολουθούν για 70 περίπου χιλιόμετρα μια ορμητική πορεία σε παράξενα ελικοειδή φαράγγια, το grand canyon της Αφρικής, με μέσο βάθος 120 μέτρων. Οι γεωλόγοι λένε πως οφείλονται στην αποσάθρωση, από τα νερά και το κλίμα, των μαλακών και σκληρών από βασάλτη πετρωμάτων που εναλλάσσονται στην περιοχή και προέρχονται από αλλεπάλληλες ηφαιστειακές αποθέσεις. Ανάλογα τη σύσταση των βράχων η διάβρωση των τοιχωμάτων είναι διαφορετική και ο ρους του ποταμού μεταβάλλεται ακολουθώντας ελικοειδή πορεία σαν τεράστιο φίδι που ξαπλώνει στον ήλιο με ηλικία αιώνων. Το τοπίο γύρω από τη βαθιά σκαμμένη γη είναι ερημικό σε αντίθεση με το σκούρο πράσινο των γύρω δασών. Το πλέον εντυπωσιακό είναι πως η δύναμη του νερού στη πτώση του εδώ και αιώνες, τρώει συνεχώς τα χείλη του καταρράκτη με αποτέλεσμα τη συνεχή μετατόπισή του προς τα πίσω. Οι ειδικοί έχουν υπολογίσει πως ο πρώτος καταρράκτης βρισκόταν περίπου οκτώ χιλιόμετρα μετά τη σημερινή θέση, σε ένα εντυπωσιακό σημείο όπου το φαράγγι έχει βάθος 250 μέτρα και πλάτος 1700. Οι καταρράκτες που βλέπουμε σήμερα είναι στη σειρά οι τρίτοι που έχει σχηματίσει ο Ζαμβέζης. Στην αρχή όμως του τεράστιου αυτού συμπλέγματος, σε μικρή απόσταση από το danger point του Δάσους της Βροχής βρίσκεται η μεγάλη γέφυρα που κατασκευάστηκε γύρω στα 1902 με 1906 για να εξυπηρετήσει τη σιδηροδρομική σύνδεση του νότιου άκρου της Αφρικής με το βόρειο, το Ακρωτήριο με το Κάιρο. Σήμερα αριστερά και δεξιά της βρίσκονται τα συνοριακά φυλάκια των Ζάμπια και Ζιμπάμπουε. Η μεταλλική γέφυρα ήταν και είναι το αγαπημένο σημείο των καλλιτεχνών, ποιητών και ζωγράφων, αν και σήμερα δύσκολα μένει χώρος για άλλους εκτός από τους τολμηρούς που απαντούν στο κάλεσμα της σχετικής πινακίδας: «Δεν είναι ο οποιοσδήποτε ποταμός στο κόσμο, ούτε η όποια γέφυρα», και αφού πληρώσουν τα 90 (!) αμερικανικά δολάρια ετοιμάζονται για το άλμα bungee jumping 100 μέτρων στο κενό, ακολουθούμενο φυσικά από τις ανάλογες κραυγές αγωνίας. Για όσους προτιμούν μεγαλύτερη ασφάλεια υπάρχει η δυνατότητα του rafting στα φαράγγια που ακολουθούν. Βέβαια ο θεός του ποταμού, ο Nyaminyami απαιτεί συχνά τις μικρές προσφορές των επισκεπτών στα νερά του, ιδιαίτερη αδυναμία του είναι η βαθιές βουτιές έξω από τις βάρκες που συχνά αναποδογυρίζουν ή αφήνουν κάποιον ατυχή πίσω τους καθώς γλιστρούν με ταχύτητα στο ορμητικό αφρισμένο ρεύμα. Σε όλο το μήκος των φαραγγιών τα σημεία όπου τα νερά κυλούν ορμητικότερα έχουν ονομασίες όπως: σκάλες για τον παράδεισο, τουαλέτα του διαβόλου, ταξίδια του Γκιούλιβερ, μεταμεσονύχτιο γεύμα, ημέρα της κρίσης και άλλα παρόμοια. Οι Καταρράκτες Βικτορία όλο και περισσότερο εδραιώνουν τη φήμη τους ως παγκόσμιο κέντρο υψηλής αδρεναλίνης. Όλοι κάνουν κάτι εκεί: safari, safari με άλογο, canoeing, πρωινές και βραδινές εξορμήσεις στις όχθες, πτήσεις με αεροπλάνο ή ελικόπτερο, microlight, mountain bike, parachuting, ψάρεμα και φυσικά bungee jumping και rafting ενώ ποικίλες είναι οι δραστηριότητες που προσφέρονται και για τις μικρές ηλικίες.

Όσο για τη πόλη Victoria Falls, που βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής και μοιράζεται το ίδιο όνομα με τους καταρράκτες, ουσιαστικά ζει και αναπτύσσεται στη σκιά τους και εξαιτίας τους. Πρόκειται για μια τουριστική πόλη χωρίς κατοικίες, ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο γεμάτο κιόσκια με ψεύτικα αναμνηστικά, παραστάσεις παραδοσιακών χορών που προκαλούν την αισθητική. Παρόντα και τα καταστήματα ρουχισμού και ειδών που είναι απαραίτητα για κάθε είδους σπορ όπου η αδρεναλίνη φτάνει στις υψηλότερες συγκεντρώσεις της, ενώ δε λείπουν τα πάρκα ερπετών ταριχευμένων και εν ζωή όπου μαύρα μάμπα σε παρακολουθούν με βλέμμα που παγώνει και τους πλέον ψύχραιμους ή οι φάρμες κροκοδείλων με τουλάχιστον 5000 συμπαθή ερπετά διαφόρων μεγεθών. Σίγουρα ο Λίβινγκστον δεν θα ήταν ιδιαίτερα χαρούμενος με όλα αυτά, ευτυχώς για όλους όμως η περιοχή που ορίζει το εθνικό πάρκο γύρω από τον ποταμό και τους καταρράκτες παραμένει αναλλοίωτη. Η πρώτες ξύλινες εγκαταστάσεις που εμφανίστηκαν στην περιοχή και θύμιζαν άγρια δύση έγιναν από εμπόρους λίγο μετά την ανακάλυψη από τους λευκούς. Στο γύρισμα του αιώνα, όταν η ελονοσία μάστιζε τον τόπο, όσοι παρέμεναν πλήρωσαν βαρύ το τίμημα της τόλμης τους. Σε μια προσπάθεια να βελτιώσουν την κατάσταση μετέφεραν τις εγκαταστάσεις στη θέση της σημερινή πόλης Λίβινγκστον στη Ζάμπια, όχι μακρύτερα από 11 χιλιόμετρα. Για τους ονειροπόλους ένα παλαιό καλοδιατηρημένο τρένο της αποικιοκρατίας με ατμομηχανή του 1922 προσφέρει στα πολυτελή βαγόνια του, ανάλογης εποχής, πρωινό, μεσημεριανό και απογευματινό τσάι σε μια διαδρομή που ξεκινά καθημερινά από τον πολύ γραφικό σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης ως την πόλη Λίβινγκστον στη Ζάμπια σκορπώντας φυσικά τα ανάλογα σύννεφα μαύρων καπνών, ενώ η ανθράκευση και ύδρευση είναι δεδομένη πριν κάθε ταξίδι. Η πολυτέλεια αυτού του τρένου δεν συγκρίνεται με τα πρώτα χρόνια που οι ταξιδιώτες έπρεπε να παραμένουν και να κοιμούνται στα βαγόνια τους έως ότου η αύξηση των επισκεπτών κατέστησε επιτακτική την ανάγκη ίδρυσης ενός ξενοδοχείου. Το 1906 έγινε το πρώτο ξενοδοχείο από ξύλα. Εκείνη την εποχή δούλοι ωθούσαν ένα τρόλεϊ στις σιδηροτροχιές για να μεταφέρουν τους τουρίστες στους καταρράκτες και στη μεγάλη μεταλλική γέφυρα. Ώσπου το 1914 η εμπορική εταιρεία της Ροδεσίας που ήλεγχε όλη την περιοχή κατασκεύασε κοντά στις γραμμές του τρένου ένα άλλο ξενοδοχείο από τούβλα με μεγάλες βεράντες και εκπληκτικό πανόραμα των φαραγγιών και της γέφυρας. Το ξενοδοχείο ονομάσθηκε και αυτό Victoria Falls και δίπλα του άρχισε να δημιουργείται η τουριστική υποδομή που αναφέρθηκε ώσπου τελικά το 1966 πήρε τον τίτλο της πόλης. Το σημερινό κτίριο του ξενοδοχείου είναι αποτέλεσμα πολλών τροποποιήσεων και επεκτάσεων που όμως ακολουθούν τον ρυθμό Εδουαρδιανής αρχιτεκτονικής και δένουν αρμονικά μεταξύ τους. Στους κήπους του γκαζόν, μπουκανβίλιες, κόκκινα γιασεμιά, φοίνικες και φλογισμένα παγονόδεντρα από τη Μαδαγασκάρη δίνουν την εικόνα μιας Αφρικής που η αποικιοκρατία σε όλη της τη δύναμη ζούσε μακριά από τα προβλήματα και την καθημερινότητα. Σήμερα στις σάλες του Victoria Falls Hotel με τις κεφαλές ελαφιών και άλλων άγριων ζώων να κοσμούν τους τοίχους οι κοινοί θνητοί μπορούν να απολαύσουν το φημισμένο πρωινό ή να δροσιστούν από τους παλαιούς ανεμιστήρες που ρυθμικά γυρίζουν στην οροφή της κεντρικής αίθουσας καθώς απολαμβάνουν το απογευματινό τσάι που σερβίρεται τόσες δεκαετίες τώρα την πρέπουσα ώρα. Λίγο μακρύτερα στα χωριά των νέγρων, οι καλύβες κατασκευάζονται ακόμα με τον ίδιο τρόπο, αν και το σκέτο χώμα με κλαδιά δίνει αρκετές φορές τη θέση του σε άδεια κουτάκια coca cola που χρησιμεύουν για δομικό υλικό. Τα παιδιά συνεχίζουν να απλώνουν το χέρι στους ξένους τρέχοντας ξοπίσω τους ενώ οι μεγάλοι ζητούν λεφτά, παλιά παπούτσια ή ρούχα καθώς παζαρεύουν ένα ταμ-ταμ ή ένα ψάθινο καλάθι... Σαλιμπονάνι*

* Γεια σας, στη γλώσσα των ιθαγενών της περιοχής

Πρακτικές οδηγίες
Στην πόλη Victoria Falls μπορείτε να φτάσετε από την πρωτεύουσα Χαράρε αεροπορικός, με εσωτερικές πτήσεις στη Ζιμπάμπουε (ρωτήστε τον πράκτορά σας, οι τιμές ποικίλουν ανάλογα με την εποχή και την εταιρεία), οδικός νοικιάζοντας αυτοκίνητο σε προσιτές τιμές (προτιμήστε 4χ4 ή High Clearance) ή σιδηροδρομικός από την πρωτεύουσα. Αρκετές εταιρείες προσφέρουν απευθείας πτήσεις στο διεθνές αεροδρόμιο (20 χιλιόμετρα έξω από την πόλη Victoria Falls) ιδιαίτερα αν ταξιδέψετε με οργανωμένο group.

Πριν προσεγγίσετε τους καταρράκτες λάβετε υπόψη πως συνεχώς, και ανάλογα της εποχής του έτους, θα σας περιβάλει ένα σύννεφο υδρόσκονης ειδικά σε σημεία όπως το danger point. Φορέστε παπούτσια κατάλληλα για βρεμένο και γλιστερό έδαφος, φροντίστε να προστατέψετε τον φωτογραφικό σας εξοπλισμό από την αυξημένη υγρασία και τις συχνές ριπές σταγόνων, έχετε μαζί κάποιο αδιάβροχο και ένα σακίδιο για να μεταφέρετε νερό και ότι άλλο κρίνετε πως σας χρειάζεται. Η θερμοκρασία είναι γενικά υψηλή οπότε μη φορτωθείτε με ρούχα, θα τα σας κουράσουν και με την υγρασία θα νοιώθετε ασφυκτικά. Δεν είναι άσχημη ιδέα να αφήσετε το νερό να σας μουσκέψει ευχάριστα, άλλωστε είστε στο βασίλειό του και πάντα να θυμάστε πως όλη η περιοχή είναι προστατευόμενη και ιδιαίτερου φυσικού κάλους, παραμένετε στα μονοπάτια και μην ρυπαίνετε. Αν κάνετε rafting μην πάρετε μαζί σας τίποτα η απώλεια του οποίου θα σας κοστίσει, άλλωστε το μόνο σίγουρο είναι πως κάποια στιγμή θα πέσετε στα νερά.

Ταξιδιωτικές επιταγές αλλάζονται εύκολα, αν και θα πρέπει να συνηθίσετε σε κάπως μεγαλύτερη αναμονή από ότι στις Ελληνικές τράπεζες. Προτιμήστε να έχετε αμερικανικά δολάρια μαζί σας αντί για άλλο νόμισμα. Είναι δυνατή η χρήση πιστωτικών καρτών και υπάρχουν αυτόματες μηχανές ανάληψης.

Δε θα δυσκολευθείτε να συνεννοηθείτε στα αγγλικά με τους νέγρους, αν και θα πρέπει να συνηθίσετε την ιδιαίτερη προφορά τους. Σε περίπτωση που θέλετε κάποια πληροφορία προτιμήστε να απευθυνθείτε σε κάποιο λευκό. Είναι εύκολο να τους βρείτε καθώς είναι ιδιοκτήτες της πλειοψηφίας των επιχειρήσεων κάθε είδους.

Ασφάλεια: Δεν θα αντιμετωπίσετε ιδιαίτερα προβλήματα ασφαλείας, φυσικά οι συνηθισμένες προφυλάξεις για τα χρήματα, ταξιδιωτικά έγγραφα και κάθε άλλο πολύτιμο αντικείμενο θα πρέπει να ακολουθηθούν κατά γράμμα.

Περίοδος επίσκεψης: Την εποχή των βροχών που αρχίζει το Νοέμβριο και συνεχίζει ως τον Απρίλιο, τα νερά του ποταμού είναι φουσκωμένα και ορμητικά. Η καλύτερη εποχή λένε πως είναι το Μάιο ή το Νοέμβριο.

Δημοσίευσή μου στα:
www.startpoint.gr
Cosmos Travel τ. 37 Δεκ. '99
ΒΗΜΑgazino τ. 101 15/09/02

Δεν υπάρχουν σχόλια: